- φουμάρω
- φουμάρω, φούμαρα και φουμάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φουμάρω — και φουμέρνω φουμάρισα και φούμαρα, φουμαρισμένος (λ. ιταλ.), καπνίζω τσιγάρο, πούρο, ναργιλέ κτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουμάρω — και φουμέρνω Ν 1. καπνίζω τσιγάρο 2. φρ. «τί καπνό φουμάρει;» τί άνθρωπος είναι; [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fumare (< λατ. fumo, āre < fumus «καπνός»)] … Dictionary of Greek
φουμάρισμα — το, Ν [φουμάρω] κάπνισμα … Dictionary of Greek
φουμέρνω — Ν βλ. φουμάρω … Dictionary of Greek
φουμαδόρος — ο, θηλ. φουμαδόρισσα, Ν (διαλ. τ.) καπνιστής, ιδίως αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fumadore < fumo «καπνίζω» (πρβλ. φουμάρω)] … Dictionary of Greek
φούμαρα — τα, Ν [φουμάρω] φαντασιοκοπίες, ψευτιές, ανόητες καυχησιολογίες … Dictionary of Greek
καπνίζω — κάπνισα, καπνίστηκα, καπνισμένος 1. βγάζω καπνό: Καπνίζει το τζάκι σου. 2. είμαι καπνιστής, φουμάρω: Καπνίζει είκοσι τσιγάρα την ημέρα. 3. υποβάλλω κάτι στην επίδραση του καπνού: Καπνίζει τα λουκάνικα. 4. μαυρίζω κάτι με καπνό: Δεν πρόσεξες και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουμέρνω — βλ. φουμάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)